κνούτο

κνούτο
το
1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που απολήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια με το οποίο μαστίγωναν στη Ρωσία, από τον 16ο ώς τα μέσα τού 19ου αιώνα, εγκληματίες ή κατηγορουμένους για πολιτικά αδικήματα
2. η μαστίγωση με κνούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. knut].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κνούτο — το (λ. ρωσ.), μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που κατέληγαν σε μεταλλικά σφαιρίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”